- νερουλός
- -ή, -όο νερουλιασμένος, ο αραιός, αλλ. αχαμνός: Ηκρέμα του παιδιού είναι νερουλή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νερουλός — ή, ό (Μ νερουλός, ή, όν) αυτός που περιέχει πολύ νερό ή ο ρευστός σαν νερό, υδαρής νεοελλ. αυτός που στερείται συνεκτικότητας, σωματικής ή πνευματικής ευρωστίας, πλαδαρός, νερουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερό + κατάλ. ουλός (πρβλ. βαθ ουλός, παχ… … Dictionary of Greek
Νερουλός, Ιάκωβος Ρίζος — Βλ. λ. Ρίζος … Dictionary of Greek
νερουλιάζω — [νερουλός] 1. κάνω κάτι νερουλό 2. γίνομαι νερουλός 3. χάνω την ευρωστία μου, γίνομαι πλαδαρός, μαλθακός 4. γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεκουτιαίνω … Dictionary of Greek
Iákovos Rízos Nerulós — (grec moderne : Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός) dit aussi Jakovakis Rizos Nerulos est un homme politique et écrivain grec, né et mort à Constantinople (1778 1850). Biographie Issu d une famille phanariote, il est élevé par son oncle, l archevêque d… … Wikipédia en Français
Новогреческая литература — Греческая литература Древнегреческая литература (до 4 века) Византийская литература (4 15 века) Новогреческая литература (С 15 века настоящее время) п·XV век (от османского покорен … Википедия
Эниан, Георгиос — Георгиос Эниан … Википедия
ένυγρος — η, ο (AM ἔνυγρος, ον) 1. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει στο νερό, ένυδρος, υδρόβιος 2. υγρός, κάθυγρος, γεμάτος υγρασία αρχ. 1. ο γεμάτος νερό, νερουλός 2. αστρολ. ο προορισμένος να ζημιωθεί στη θάλασσα … Dictionary of Greek
ανάγλυκος — η, ο 1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος 2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός 3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκός. ΠΑΡ. αναγλυκώνω] … Dictionary of Greek
αναγλυκαίνω — 1. κάνω κάτι (πάλι) γλυκό, γλυκαίνω, ξαναγλυκαίνω 2. μέσ. γίνομαι (πάλι) γλυκός, γλυκαίνομαι, ξαναγλυκαίνομαι 3. (για ζύμη) γίνομαι νερουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκαίνω] … Dictionary of Greek
αναγλυκώνω — [ανάγλυκος] (για ζύμη) γίνομαι νερουλός … Dictionary of Greek